Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυναικάριον
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικήιος
γυναικηρός
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκιον
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
γυναικογήρυτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
View word page
γυναικίσκιον
γῠναικ-ίσκιον, τό,
A). young girl, Hsch.


ShortDef

young girl

Debugging

Headword:
γυναικίσκιον
Headword (normalized):
γυναικίσκιον
Headword (normalized/stripped):
γυναικισκιον
IDX:
23019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικ-ίσκιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">young girl,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}