Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
γυναικάνθη
γυναικάριον
γυναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικήιος
γυναικηρός
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γυναίκιον
γυναίκισις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικόβουλος
View word page
γυναικήιος
γῠναικ-ήιος
,
η
,
ον
, Ion. for
γυναικεῖος
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γυναικήιος
Headword (normalized):
γυναικήιος
Headword (normalized/stripped):
γυναικηιος
IDX:
23012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-23013
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γῠναικ-ήιος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">γυναικεῖος</span> (q. v.).</div><br><br>'}