Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
γυμνοπόδης
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
γυμνοσοφισταί
γυμνοσπέρματος
γυμνότης
γυμνοφανής
γυμνόχρους
γυμνόω
γύμνωσις
γυμνωτέος
γυναικάδελφος
γυναικάνηρ
View word page
γυμνοσάνδαλος
γυμνο-σάνδᾰλος
,
ον
,
A).
without sandals, barefooted,
PMag.Par.
1.2481
.
ShortDef
without sandals, barefooted
Debugging
Headword:
γυμνοσάνδαλος
Headword (normalized):
γυμνοσάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
γυμνοσανδαλος
IDX:
22997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22998
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυμνο-σάνδᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without sandals, barefooted,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.2481 </span>.</div> </div><br><br>'}