Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυμνήσιαι
γυμνήσιοι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γύμνητις
γυμνικός
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
γυμνοπαιδική
γυμνοπερίβολος
γυμνοποδέω
γυμνοπόδης
γυμνοπόδιον
γυμνόπους
γυμνορρύπαρος
γυμνός
γυμνοσάνδαλος
View word page
γυμνοκοχλίας
γυμνο-κοχλίας,
A). snail, Gloss.


ShortDef

snail

Debugging

Headword:
γυμνοκοχλίας
Headword (normalized):
γυμνοκοχλίας
Headword (normalized/stripped):
γυμνοκοχλιας
IDX:
22987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυμνο-κοχλίας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">snail,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}