Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστήριον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνήσιοι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γύμνητις
γυμνικός
γυμνοδερκέομαι
γυμνόκαρπος
γυμνοκοχλίας
γυμνοπαιδίαι
View word page
γυμνήσιοι
γυμνήσιοι,
A). v. γυμνής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυμνήσιοι
Headword (normalized):
γυμνήσιοι
Headword (normalized/stripped):
γυμνησιοι
IDX:
22978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυμνήσιοι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γυμνής.</span> </div> </div><br><br>'}