Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γυμνασίαρχος
γυμνασίδιον
γυμνάσιον
γύμνασις
γυμνασιώδης
γύμνασμα
γυμναστέον
γυμναστήριον
γυμναστής
γυμναστικός
γυμνηλός
γυμνής
γυμνήσιαι
γυμνήσιοι
γυμνητεία
γυμνητεύω
γυμνήτης
γυμνητικός
γύμνητις
γυμνικός
γυμνοδερκέομαι
View word page
γυμνηλός
γυμν-ηλός
,
ή
,
όν
,
A).
poor, needy,
Hsch.
,
EM
243.14
.
ShortDef
poor, needy
Debugging
Headword:
γυμνηλός
Headword (normalized):
γυμνηλός
Headword (normalized/stripped):
γυμνηλος
IDX:
22975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22976
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυμν-ηλός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">poor, needy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 243.14 </span>.</div> </div><br><br>'}