Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἰζήϊος
ἀΐζηλος
αἰζηός
αἰζόκροτος
αἰηνής
αἴητος
αἰητός
αἰθαλέος
αἰθάλη
ἀϊθαλής
αἰθαλίδας
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
αἰθάλωσις
αἰθαλωτός
αἴθε
ἀΐθεος
View word page
αἰθαλίδας
αἰθαλ-ίδας·
τὰ ἐν τῷ σίτῳ γινόμενα, ἢ τοὺς ἐν τῷ ὕδατι σταλαγμοὺς τοῦ ἐλαίου,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
αἰθαλίδας
Headword (normalized):
αἰθαλίδας
Headword (normalized/stripped):
αιθαλιδας
IDX:
2296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2297
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰθαλ-ίδας·</span> <span class="foreign greek">τὰ ἐν τῷ σίτῳ γινόμενα, ἢ τοὺς ἐν τῷ ὕδατι σταλαγμοὺς τοῦ ἐλαίου,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}