Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γυάλας
γυαλοθώραξ
γύαλον
γύαλος
γυβᾷ
γυβερνήτης
γυγαί
γύγης
γυέλιον
γύης
γυήτης
γυθίσσων
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυίζω
γυιβόρος
γυίδαμος
γυιδόνητος
γυίκολλος
γυῖον
View word page
γυήτης
γυήτης· χωλός, Hsch.; cf. ἀμφιγυήεις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυήτης
Headword (normalized):
γυήτης
Headword (normalized/stripped):
γυητης
IDX:
22932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυήτης·</span> <span class="foreign greek">χωλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀμφιγυήεις</span>.</div><br><br>'}