Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρῶνος
γύαια
γυάλας
γυαλοθώραξ
γύαλον
γύαλος
γυβᾷ
γυβερνήτης
γυγαί
γύγης
γυέλιον
γύης
γυήτης
γυθίσσων
γυιαλθής
γυιαλκής
γυιαρκής
γυίζω
γυιβόρος
γυίδαμος
γυιδόνητος
View word page
γυέλιον
γυέλιον· κόλπον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυέλιον
Headword (normalized):
γυέλιον
Headword (normalized/stripped):
γυελιον
IDX:
22930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22931
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γυέλιον·</span> <span class="foreign greek">κόλπον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}