Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
αἰέτιον
αἰετόεις
αἰετός
αἰζήεις
αἰζήϊος
ἀΐζηλος
αἰζηός
αἰζόκροτος
αἰηνής
αἴητος
αἰητός
αἰθαλέος
αἰθάλη
ἀϊθαλής
αἰθαλίδας
αἰθαλίων
αἰθαλόεις
αἰθαλοκομπία
αἴθαλος
αἰθαλόω
αἰθαλώδης
View word page
αἰητός
αἰητός
,
ὁ
, Dor. for
ἀετός, αἰετός.
ShortDef
eagle > ἀετός
Debugging
Headword:
αἰητός
Headword (normalized):
αἰητός
Headword (normalized/stripped):
αιητος
IDX:
2292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2293
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰητός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀετός, αἰετός.</span> </div><br><br>'}