Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γρυπάνιος
γρυπή
γρυπνόν
γρυπόομαι
γρυπός
γρυπότης
γρύπτω
γρύπωσις
γρυσμός
γρυτάριον
γρυτεύεται
γρύτη
γρυτοδόκη
γρυτοπωλεῖον
γρυτοπώλης
γρύψ
γρωθύλοι
γρῶνος
γύαια
γυάλας
γυαλοθώραξ
View word page
γρυτεύεται
γρυτεύεται·
παρασκευάζεται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γρυτεύεται
Headword (normalized):
γρυτεύεται
Headword (normalized/stripped):
γρυτευεται
IDX:
22913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22914
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρυτεύεται·</span> <span class="foreign greek">παρασκευάζεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}