Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρυνόν
γρυνός
γρῦνος
γρύξ
γρυπάετος
γρυπαίνω
γρυπαλώπηξ
γρυπανίζω
γρυπάνιος
γρυπή
γρυπνόν
γρυπόομαι
γρυπός
γρυπότης
γρύπτω
γρύπωσις
γρυσμός
γρυτάριον
γρυτεύεται
γρύτη
γρυτοδόκη
View word page
γρυπνόν
γρῡπ-νόν· στυγνόν, κατηφές, Hsch.; cf. γνύπων.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρυπνόν
Headword (normalized):
γρυπνόν
Headword (normalized/stripped):
γρυπνον
IDX:
22905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22906
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρῡπ-νόν·</span> <span class="foreign greek">στυγνόν, κατηφές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">γνύπων</span>.</div><br><br>'}