Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
γρῦλος
γρυμέα
γρυμπάνειν
γρύνη
γρυνόν
γρυνός
γρῦνος
γρύξ
γρυπάετος
γρυπαίνω
γρυπαλώπηξ
γρυπανίζω
γρυπάνιος
γρυπή
γρυπνόν
γρυπόομαι
γρυπός
γρυπότης
View word page
γρύξ
γρύξ· ὁ τόπος (leg. ῥύπος) τοῦ ὄνυχος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρύξ
Headword (normalized):
γρύξ
Headword (normalized/stripped):
γρυξ
IDX:
22898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22899
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρύξ·</span> <span class="foreign greek">ὁ τόπος</span> (leg. <span class="foreign greek">ῥύπος</span>)<span class="foreign greek"> τοῦ ὄνυχος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}