Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρυλίζω
γροφισμός
γροφίων
γρύλλη
γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
γρῦλος
γρυμέα
γρυμπάνειν
γρύνη
γρυνόν
γρυνός
γρῦνος
γρύξ
γρυπάετος
γρυπαίνω
γρυπαλώπηξ
γρυπανίζω
γρυπάνιος
γρυπή
View word page
γρύνη
γρύνη· λιβανωτός, Theognost. Can. 108 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρύνη
Headword (normalized):
γρύνη
Headword (normalized/stripped):
γρυνη
IDX:
22894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22895
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρύνη·</span> <span class="foreign greek">λιβανωτός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 108 </span>.</div><br><br>'}