Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρουνός
γρούσσεται
γροφά
γροφεύς
γροφεύω
γροφίς
γρόφω
γρῦ
γρυβός
γρύζω
γρυήλιον
γρυκτός
γρυλίζω
γροφισμός
γροφίων
γρύλλη
γρυλλισμός
γρυλλογραφέω
γρύλλος
γρῦλος
γρυμέα
View word page
γρυήλιον
γρυήλιον· ῥωσμὴν δρυός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρυήλιον
Headword (normalized):
γρυήλιον
Headword (normalized/stripped):
γρυηλιον
IDX:
22882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρυήλιον·</span> <span class="foreign greek">ῥωσμὴν δρυός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}