Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γρόνθος
γρόνθων
γρόππα
γρόπτος
γρόσυνον
γροσφομάχος
γρόσφος
γροσφοφόρος
γροῦμος
γρουνός
γρούσσεται
γροφά
γροφεύς
γροφεύω
γροφίς
γρόφω
γρῦ
γρυβός
γρύζω
γρυήλιον
γρυκτός
View word page
γρούσσεται
γρούσσεται·
μηρύεται, ἐκτείνεται
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γρούσσεται
Headword (normalized):
γρούσσεται
Headword (normalized/stripped):
γρουσσεται
IDX:
22873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22874
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρούσσεται·</span> <span class="foreign greek">μηρύεται, ἐκτείνεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}