Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρονθοκοπῶ
γρονθονεύεται
γρόνθος
γρόνθων
γρόππα
γρόπτος
γρόσυνον
γροσφομάχος
γρόσφος
γροσφοφόρος
γροῦμος
γρουνός
γρούσσεται
γροφά
γροφεύς
γροφεύω
γροφίς
γρόφω
γρῦ
γρυβός
γρύζω
View word page
γροῦμος
γροῦμος· στρόβιλος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γροῦμος
Headword (normalized):
γροῦμος
Headword (normalized/stripped):
γρουμος
IDX:
22871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γροῦμος·</span> <span class="foreign greek">στρόβιλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}