Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθάριον
γρονθοκοπῶ
γρονθονεύεται
γρόνθος
γρόνθων
γρόππα
γρόπτος
γρόσυνον
γροσφομάχος
γρόσφος
γροσφοφόρος
γροῦμος
γρουνός
γρούσσεται
γροφά
γροφεύς
γροφεύω
γροφίς
View word page
γρόσυνον
γρόσυνον· τάραξον, Hsch. (cf. ὀροθύνω).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρόσυνον
Headword (normalized):
γρόσυνον
Headword (normalized/stripped):
γροσυνον
IDX:
22867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρόσυνον·</span> <span class="foreign greek">τάραξον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ὀροθύνω</span>).</div><br><br>'}