Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθάριον
γρονθοκοπῶ
γρονθονεύεται
γρόνθος
γρόνθων
γρόππα
γρόπτος
γρόσυνον
γροσφομάχος
γρόσφος
γροσφοφόρος
γροῦμος
γρουνός
γρούσσεται
γροφά
γροφεύς
γροφεύω
View word page
γρόπτος
γρόπτος, Aeol. for γραπτός, Epigr.Gr. 991.14 (Balbilla).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρόπτος
Headword (normalized):
γρόπτος
Headword (normalized/stripped):
γροπτος
IDX:
22866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρόπτος</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">γραπτός</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 991.14 </span> (Balbilla).</div><br><br>'}