Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθάριον
γρονθοκοπῶ
γρονθονεύεται
γρόνθος
γρόνθων
γρόππα
γρόπτος
γρόσυνον
γροσφομάχος
γρόσφος
γροσφοφόρος
γροῦμος
γρουνός
γρούσσεται
γροφά
γροφεύς
View word page
γρόππα
γρόππα,
A). v. γράμμα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρόππα
Headword (normalized):
γρόππα
Headword (normalized/stripped):
γροππα
IDX:
22865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρόππα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γράμμα</span> .</div> </div><br><br>'}