Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γριφᾶσθαι
γριφεύω
γριφοειδής
γριφοπλόκος
γρῖφος
γριφότης
γριφώδης
γρομφάζω
γρονθάριον
γρονθοκοπῶ
γρονθονεύεται
γρόνθος
γρόνθων
γρόππα
γρόπτος
γρόσυνον
γροσφομάχος
γρόσφος
γροσφοφόρος
γροῦμος
γρουνός
View word page
γρονθονεύεται
γρονθονεύεται· θυμοῦται, βρενθύεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γρονθονεύεται
Headword (normalized):
γρονθονεύεται
Headword (normalized/stripped):
γρονθονευεται
IDX:
22862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρονθονεύεται·</span> <span class="foreign greek">θυμοῦται, βρενθύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}