Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γραπτύς
γράσθι
γράσος
γράσσμα
γραστίζω
γραστισμός
γράστις
γράσων
γρασωνία
γραῦις
γραύκαλας
γραῦς
γραφείδιον
γραφεῖον
γραφεύς
γραφή
γράφημα
γραφής
γραφία
γραφικός
γραφιοειδής
View word page
γραύκαλας
γραύκαλας· ὄρνις τεφρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γραύκαλας
Headword (normalized):
γραύκαλας
Headword (normalized/stripped):
γραυκαλας
IDX:
22808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22809
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γραύκαλας·</span> <span class="foreign greek">ὄρνις τεφρός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}