Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γραμμίζω
γραμμικός
γραμμιστήρ
γραμμιστός
γραμμοδιδασκαλίδης
γραμμοειδής
γραμμοποίκιλος
γραμμός
γραμμοτόκος
γραμμώδης
γρανθέωνα
γραολογία
γραοσόβης
γραοσυλλέκτρια
γραοτρεφής
γραόφιλος
γραπίνης
γράπις
γραπτέον
γραπτεύς
γραπτήρ
View word page
γρανθέωνα
γρανθέωνα·
γέροντα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γρανθέωνα
Headword (normalized):
γρανθέωνα
Headword (normalized/stripped):
γρανθεωνα
IDX:
22784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22785
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γρανθέωνα·</span> <span class="foreign greek">γέροντα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}