γραμμικός
γραμμ-ικός, ή, όν,
A). linear, geometrical, θεωρία UP 10.12 ; ἀπόδειξις Marc. 14 , Theol.Ar. 26 ; ἀνάγκαι in Grg. p.260 Adv. -κῶς by means of lines, geometrically, ἀποδείκνυσθαι M. 3.92 , cf. Alm. 2.12 , in R. 2.27 K.
II). = γραμματικός , (s.v.l.). 2.606c