Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματευτά
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίας
γραμματίδιον
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμμάτιον
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδασκαλεῖον
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
γραμματοεισαγωγεύς
View word page
γραμματικομάστιξ
γραμματικομάστιξ, ῑγος, ,
A). scourge of critics, title of Aus. Idyll. 14 .


ShortDef

scourge of critics

Debugging

Headword:
γραμματικομάστιξ
Headword (normalized):
γραμματικομάστιξ
Headword (normalized/stripped):
γραμματικομαστιξ
IDX:
22753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γραμματικομάστιξ</span>, <span class="itype greek">ῑγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scourge of critics</span>, title of <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aus.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Idyll.</span> 14 </span>.</div> </div><br><br>'}