Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματευτά
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίας
γραμματίδιον
γραμματίζω
γραμματικεύομαι
γραμματικομάστιξ
γραμματικός
γραμμάτιον
γραμματισμός
γραμματιστής
γραμματιστική
γραμματοδιδασκαλεῖον
γραμματοδιδάσκαλος
γραμματοειδής
γραμματόεις
View word page
γραμματικεύομαι
γραμμᾰτ-ικεύομαι, Dep.,
A). to be a grammarian, AP 9.169 ( Pall.).


ShortDef

to be a grammarian

Debugging

Headword:
γραμματικεύομαι
Headword (normalized):
γραμματικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
γραμματικευομαι
IDX:
22752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22753
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γραμμᾰτ-ικεύομαι</span>, Dep., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a grammarian,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.169 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span></span>).</div> </div><br><br>'}