Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γραΐδιον
γραΐζω
Γραικός
γουνοίζω
γουνοιστί
γραίνω
γραιόομαι
γραΐς
γραιωπίας
γράμμα
γραμμαθέπτα
γραμμάριον
γραμματεία
γραμματείδιον
γραμματειδιοποιός
γραμματεῖον
γραμματεύς
γραμματευτά
γραμματεύω
γραμματηφόρος
γραμματίας
View word page
γραμμαθέπτα
γραμμαθέπτα·
δραπέτα
,
Hsch.
(leg.
γράμμαθ’ ἑπτά
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γραμμαθέπτα
Headword (normalized):
γραμμαθέπτα
Headword (normalized/stripped):
γραμμαθεπτα
IDX:
22739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22740
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γραμμαθέπτα·</span> <span class="foreign greek">δραπέτα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">γράμμαθ’ ἑπτά</span>).</div><br><br>'}