Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γουττᾶτον
γοώδης
γρᾶ
γράα
γραβάν
γράβδην
γραβδίς
γράβιον
γράζα
γραῖα
γραιβία
γραΐδιον
γραΐζω
Γραικός
γουνοίζω
γουνοιστί
γραίνω
γραιόομαι
γραΐς
γραιωπίας
γράμμα
View word page
γραιβία
γραιβία or γραιτία (i. e. γραιvία)· πανηγυρίς ( Tarent.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γραιβία
Headword (normalized):
γραιβία
Headword (normalized/stripped):
γραιβια
IDX:
22728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γραιβία</span> or <span class="orth greek">γραιτία</span> (i. e. <span class="foreign greek">γραιvία</span>)<span class="foreign greek">· πανηγυρίς</span> ( Tarent.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}