Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γοργόφθαλμος
Γοργοφόνος
γόργυρα
Γοργώ
γοργωπός
γοργώψ
γοργώψατο
Γόριλλαι
γορός
Γορπιαῖος
γόρτυξ
γορυνίας
γορφία
γοτάν
γουβενάριον
γουβικός
γοῦν
γοῦνα
γουνάζομαι
γούνασμα
γούνατα
View word page
γόρτυξ
γόρτυξ· ὄρτυξ, Hsch. γόρυνος· μῦς, βάτραχος, Id.; ὁ μικρὸς βάτραχος, Zonar. (Cf. γύρινος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γόρτυξ
Headword (normalized):
γόρτυξ
Headword (normalized/stripped):
γορτυξ
IDX:
22701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γόρτυξ·</span> <span class="foreign greek">ὄρτυξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γόρυνος·</span> <span class="foreign greek">μῦς, βάτραχος</span>, Id.; <span class="foreign greek">ὁ μικρὸς βάτραχος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">γύρινος</span>.)</div><br><br>'}