Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γοργόομαι
γοργός
γοργότης
Γοργοτομία
γοργόφθαλμος
Γοργοφόνος
γόργυρα
Γοργώ
γοργωπός
γοργώψ
γοργώψατο
Γόριλλαι
γορός
Γορπιαῖος
γόρτυξ
γορυνίας
γορφία
γοτάν
γουβενάριον
γουβικός
γοῦν
View word page
γοργώψατο
γοργώψατο· πικρὸν ἔβλεψε, Hsch. γορδελίζειν· ἀδολεσχεῖν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γοργώψατο
Headword (normalized):
γοργώψατο
Headword (normalized/stripped):
γοργωψατο
IDX:
22697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γοργώψατο·</span> <span class="foreign greek">πικρὸν ἔβλεψε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γορδελίζειν·</span> <span class="foreign greek">ἀδολεσχεῖν</span>, Id.</div><br><br>'}