Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γονυκλινέω
γονυκλινής
γονυκλιτέω
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γονώδης
γονώνη
γόος
γοράπιες
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
Γοργόνειος
Γοργόνη
View word page
γοράπιες
γοράπιες· ῥάφανοι, Hsch. γοράτου· ἠφινόν, οἱ δὲ ῥανῶ, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γοράπιες
Headword (normalized):
γοράπιες
Headword (normalized/stripped):
γοραπιες
IDX:
22673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γοράπιες·</span> <span class="foreign greek">ῥάφανοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γοράτου·</span> <span class="foreign greek">ἠφινόν, οἱ δὲ ῥανῶ</span>, Id.</div><br><br>'}