Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονυκλιτέω
γονύκροτος
γονυπετέω
γονυπετής
γονυπλήξ
γονώδης
γονώνη
γόος
γοράπιες
Γοργάς
Γόργειος
γοργεύω
γοργία
Γοργιάζω
Γοργίειος
Γοργολόφας
Γοργονεία
View word page
γονώνη
γονώνη· ὀρίγανος, Hsch. γόον,
A). v. γοάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γονώνη
Headword (normalized):
γονώνη
Headword (normalized/stripped):
γονωνη
IDX:
22671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22672
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γονώνη·</span> <span class="foreign greek">ὀρίγανος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">γόον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γοάω</span> .</div> </div><br><br>'}