Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γονόεις
γονοκτονέω
γονοκτονία
γονοποιέω
γονοποιΐα
γονοπώτης
γονόρροια
γονορροϊκός
γονορρυέω
γονορρυής
γόνον
γόνος
γονοτύλη
γόνῠ
γονυαλγής
γονυκαμψεπίκυρτος
γονυκαυσαγρύπνα
γονυκλινέω
γονυκλινής
γονυκλιτέω
γονύκροτος
View word page
γόνον
γόνον· μίτον, Hsch. (leg. τόνον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γόνον
Headword (normalized):
γόνον
Headword (normalized/stripped):
γονον
IDX:
22656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22657
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γόνον·</span> <span class="foreign greek">μίτον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">τόνον</span>).</div><br><br>'}