Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονάω
γονεά
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γόνημα
γονής
γόνθος
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
γονόεις
View word page
γονής
γονής· νάρκισσος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γονής
Headword (normalized):
γονής
Headword (normalized/stripped):
γονης
IDX:
22636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γονής·</span> <span class="foreign greek">νάρκισσος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}