Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονάω
γονεά
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γόνημα
γονής
γόνθος
γονιαῖος
γονίας
γονικόθεν
γονικός
γόνιμος
γονιμότης
γονιμώδης
γονοειδής
View word page
γόνημα
γόνημα
,
ατος
,
τό
,
A).
=
γένημα
,
PLond.
1.125.17
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γόνημα
Headword (normalized):
γόνημα
Headword (normalized/stripped):
γονημα
IDX:
22635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22636
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γόνημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">γένημα</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.125.17 </span>.</div> </div><br><br>'}