Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονάρ
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονάω
γονεά
γονεία
γονεύς
γονεύω
γονή
γόνημα
γονής
View word page
γονατόδεσμος
γονᾰτόδεσμος, ,
A). knee-band, Gloss.


ShortDef

knee-band

Debugging

Headword:
γονατόδεσμος
Headword (normalized):
γονατόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
γονατοδεσμος
IDX:
22626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22627
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γονᾰτόδεσμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">knee-band,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}