Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γομφοπαγής
γόμφος
γομφόω
γόμφωμα
γόμφωσις
γομφωτήρ
γομφωτήριον
γομφωτικός
γομφωτός
γόμωσις
γονάρ
γονατίζω
γονάτιον
γονατόδεσμος
γονατόομαι
γονατώδης
γονάω
γονεά
γονεία
γονεύς
γονεύω
View word page
γονάρ
γονάρ·
μήτρα
( Lacon.),
Hsch.
:
γονάδες·
μῆτραι
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γονάρ
Headword (normalized):
γονάρ
Headword (normalized/stripped):
γοναρ
IDX:
22623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22624
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γονάρ·</span> <span class="foreign greek">μήτρα</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: <span class="orth greek">γονάδες·</span> <span class="foreign greek">μῆτραι</span>, Id.</div><br><br>'}