Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἴδομαι
Ἄϊδος
αἰδοσύνη
Ἁιδοφοίτης
αἰδοφοίτης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἀϊδρήεις
ἄϊδρις
ἀϊδροδίκης
ἀΐδρυτος
ἀΐδυλος
αἰδώ
Ἀϊδωνεύς
ἀϊδώνια
View word page
αἰδοφοίτης
αἰδοφοίτης,
A). = ᾁδοφοίτης , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἰδοφοίτης
Headword (normalized):
αἰδοφοίτης
Headword (normalized/stripped):
αιδοφοιτης
IDX:
2260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἰδοφοίτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ᾁδοφοίτης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}