Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γοητικός
γοῖ
γοῖδα
γοδοῦλος
γολονά
γομάριον
γόμνη
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφάριον
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιασμός
γομφιόδουπος
γομφίος
γομφίτης
γομφόδετος
γομφοπαγής
γόμφος
View word page
γομφαλγία
γομφ-αλγία, ,
A). toothache, Dsc. 4.164 (pl.).


ShortDef

toothache

Debugging

Headword:
γομφαλγία
Headword (normalized):
γομφαλγία
Headword (normalized/stripped):
γομφαλγια
IDX:
22604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γομφ-αλγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">toothache</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.164 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}