Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γοητευτικός
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γοῖδα
γοδοῦλος
γολονά
γομάριον
γόμνη
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφάριον
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιασμός
γομφιόδουπος
γομφίος
View word page
γόμνη
γόμνη· ὀρίγανον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γόμνη
Headword (normalized):
γόμνη
Headword (normalized/stripped):
γομνη
IDX:
22600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γόμνη·</span> <span class="foreign greek">ὀρίγανον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}