Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γοήτευμα
γοήτευσις
γοητευτικός
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γοῖδα
γοδοῦλος
γολονά
γομάριον
γόμνη
γόμος
γομοφόρος
γομόω
γομφαλγία
γομφάριον
γομφιάζω
γομφίασις
γομφιασμός
View word page
γολονά
γολονά, Id. γολομένη, name of a
A). plant, Id. γολύριον· κέλυφος ( Tarent.), Id.


ShortDef

plant

Debugging

Headword:
γολονά
Headword (normalized):
γολονά
Headword (normalized/stripped):
γολονα
IDX:
22598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γολονά</span>, Id. <span class="orth greek">γολομένη</span>, name of a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plant</span>, Id. <span class="orth greek">γολύριον·</span> <span class="foreign greek">κέλυφος</span> ( Tarent.), Id.</div> </div><br><br>'}