Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γογγυστής
γογγυστικός
γόγγων
γοεδνός
γοερός
εροστ
γοήμεναι
γοήμων
γοηρός
γόης
γοησίοδος
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητευτικός
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
γοῖ
γοῖδα
View word page
γοησίοδος
γοησίοδος· ᾠδός (leg. γοησιῳδός), ἀπατεών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γοησίοδος
Headword (normalized):
γοησίοδος
Headword (normalized/stripped):
γοησιοδος
IDX:
22586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γοησίοδος·</span> <span class="foreign greek">ᾠδός</span> (leg. <span class="foreign greek">γοησιῳδός</span>)<span class="foreign greek">, ἀπατεών</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}