Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γογγυσμός
γόγγυσος
γογγυστής
γογγυστικός
γόγγων
γοεδνός
γοερός
εροστ
γοήμεναι
γοήμων
γοηρός
γόης
γοησίοδος
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητευτικός
γοητεύτρια
γοητεύω
γοητής
γοητικός
View word page
γοηρός
γο-ηρός
,
ά
,
όν
, poet. for
γοερός
,
Lyc.
1057
,
Epigr.Gr.
790.7
(Dyme).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γοηρός
Headword (normalized):
γοηρός
Headword (normalized/stripped):
γοηρος
IDX:
22584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22585
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γο-ηρός</span>, <span class="itype greek">ά</span>, <span class="itype greek">όν</span>, poet. for <span class="foreign greek">γοερός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1057 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 790.7 </span> (Dyme).</div><br><br>'}