Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γογγυλωτόν
γόγγυσις
γογγυσμός
γόγγυσος
γογγυστής
γογγυστικός
γόγγων
γοεδνός
γοερός
εροστ
γοήμεναι
γοήμων
γοηρός
γόης
γοησίοδος
γοητεία
γοήτευμα
γοήτευσις
γοητευτικός
γοητεύτρια
γοητεύω
View word page
γοήμεναι
γο-ήμεναι,
A). v. γοάω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γοήμεναι
Headword (normalized):
γοήμεναι
Headword (normalized/stripped):
γοημεναι
IDX:
22582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22583
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γο-ήμεναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">γοάω</span> .</div> </div><br><br>'}