Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γογγυλίδιον
γογγυλίζω
γογγυλίς
γογγύλλω
γογγυλοειδής
γογγυλόρυγχος
γογγυλοσπάραγον
γογγύλος
γογγυλόσκηνος
γογγυλώδης
γογγυλώματα
γογγυλωπός
γογγυλωτόν
γόγγυσις
γογγυσμός
γόγγυσος
γογγυστής
γογγυστικός
γόγγων
γοεδνός
γοερός
View word page
γογγυλώματα
γογγῠλ-ώματα·
στρογγυλεύματα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γογγυλώματα
Headword (normalized):
γογγυλώματα
Headword (normalized/stripped):
γογγυλωματα
IDX:
22570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22571
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γογγῠλ-ώματα·</span> <span class="foreign greek">στρογγυλεύματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}