Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἀΐδης
αἰδήσιμος
ἀΐδιος
ἀϊδιότης
ἀϊδνός
αἰδοιϊκός
αἰδοιολείκτης
αἰδοῖον
αἰδοῖος
αἰδοιώδης
αἴδομαι
Ἄϊδος
αἰδοσύνη
Ἁιδοφοίτης
αἰδοφοίτης
αἰδόφρων
ἀϊδρείη
ἀϊδρήεις
ἄϊδρις
ἀϊδροδίκης
ἀΐδρυτος
View word page
αἴδομαι
αἴδομαι, poet. for αἰδέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἴδομαι
Headword (normalized):
αἴδομαι
Headword (normalized/stripped):
αιδομαι
IDX:
2256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2257
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἴδομαι</span>, poet. for <span class="foreign greek">αἰδέομαι</span>.</div><br><br>'}