Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτέρα
γνωτός
γνωτός
γνωτοφόνος
γοάω
γοβρίαι
γογγρίον
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
γογγρώδης
γογγρώνη
γογγύζω
γογγυλάτης
γογγύλη
View word page
γοβρίαι
γοβρίαι· φανοί, λαμπτῆρες, Hsch.; cf. γράβιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γοβρίαι
Headword (normalized):
γοβρίαι
Headword (normalized/stripped):
γοβριαι
IDX:
22549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22550
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γοβρίαι·</span> <span class="foreign greek">φανοί, λαμπτῆρες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">γράβιον</span>.</div><br><br>'}