Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γνῶσις
γνῶσμα
γνωστεία
γνωστέον
γνωστεύω
γνωστήρ
γνώστης
γνωστικός
γνωστοποιός
γνωστός
γνωτέρα
γνωτός
γνωτός
γνωτοφόνος
γοάω
γοβρίαι
γογγρίον
γογγροειδής
γογγροκτόνος
γόγγρος
γογγρύζω
View word page
γνωτέρα
γνωτέρα,
A). = βαλλωτή , Ps.- Dsc. 3.103 (γνοτέρα Wellm.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γνωτέρα
Headword (normalized):
γνωτέρα
Headword (normalized/stripped):
γνωτερα
IDX:
22544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γνωτέρα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βαλλωτή</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.103 </span> (<span class="foreign greek">γνοτέρα</span> Wellm.).</div> </div><br><br>'}