Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
γνώρισμα
γνωρισμός
γνωριστέον
γνωριστής
γνωριστικός
γνωσιγραφία
γνωσιδίκα
γνωσιμαχέω
γνωσιμαχία
View word page
γνωριμότης
γνωρ-ῐμότης, ητος, ,
A). acquaintance, Stob. 2.7.51 .


ShortDef

acquaintance

Debugging

Headword:
γνωριμότης
Headword (normalized):
γνωριμότης
Headword (normalized/stripped):
γνωριμοτης
IDX:
22523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22524
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γνωρ-ῐμότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">acquaintance</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.7.51 </span>.</div> </div><br><br>'}