Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
γνωμοδοτέω
γνωμολογέω
γνωμολογητέον
γνωμολογία
γνωμολογικός
γνωμονεύω
γνωμονικός
γνωμόνιον
γνωμοσύνη
γνωμοτυπέω
γνωμοτυπία
γνωμοτυπικός
γνωμοτύπος
γνωμοφλυακέω
γνώμων
γνωρίζω
γνώριμος
γνωριμότης
γνώρισις
γνώρισμα
γνωρισμός
View word page
γνωμοτυπία
γνωμο-τῠπία
,
ἡ
,
A).
coining of maxims
,
Hsch.
ShortDef
coining of maxims
Debugging
Headword:
γνωμοτυπία
Headword (normalized):
γνωμοτυπία
Headword (normalized/stripped):
γνωμοτυπια
IDX:
22516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-22517
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">γνωμο-τῠπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coining of maxims</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}